κουφόπτερος

κουφόπτερος
-η, -ο (Α κουφόπτερος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαδίδεται γρήγορα
αρχ.
αυτός που έχει ανάλαφρα φτερά, που πνέει ελαφρά («κουφόπτεροι αὖραι», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II)* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό-πτερος, χρυσό-πτερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουφόπτεροι — κουφόπτερος light winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”