- κουφόπτερος
- -η, -ο (Α κουφόπτερος, -ον)νεοελλ.αυτός που διαδίδεται γρήγορααρχ.αυτός που έχει ανάλαφρα φτερά, που πνέει ελαφρά («κουφόπτεροι αὖραι», Ορφ. Ύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II)* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό-πτερος, χρυσό-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.